- στρουκτουραλιστής
- οθηλ. -ίστρια ο οπαδός του στρουκτουραλισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρουκτουραλιστής — ο, θηλ. στρουκτουραλίστρια, Ν οπαδός τού στρουκτουραλισμού … Dictionary of Greek